- σιλλογραφία
- σιλλο-γραφία, ἡ, das Sillenschreiben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιλλογραφία — ἡ, Μ [σιλλογράφος] η συγγραφή σίλλων … Dictionary of Greek
σιλλογραφίας — σιλλογραφίᾱς , σιλλογραφία writing of fem acc pl σιλλογραφίᾱς , σιλλογραφία writing of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek